πρηστήρων

πρηστήρων
πρηστήρ
hurricane
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …   Dictionary of Greek

  • πρηστηροκράτωρ — ορος, ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού θεού) ο κύριος τών πρηστήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηστήρ «θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς» + κράτωρ (< κράτος, κρατώ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. πλουτο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”